Σάββατο 5 Μαρτίου 2022

Οι χαρταετοί στα αναγνωστικά των παιδικών μας χρόνων...

 

Απαραίτητο συμπλήρωμα της Καθαράς Δευτέρας αποτελεί το πέταγμα του χαρταετού, με τα ποικίλα χρώματα και σχέδια, από μικρούς και μεγάλους, πιθανόν για να πετάξουν μακριά κάθε έγνοια του χειμώνα, μια και μπαίνει η άνοιξη και όλα, τουλάχιστον στη φύση, είναι πιο χαρούμενα λόγω της ανθοφορίας και της βελτίωσης του καιρού.

Στην ελληνική παράδοση, το πέταγμα του αετού συμβολίζει το πέταγμα της ανθρώπινης ψυχής προς το Δημιουργό της. Σύμφωνα με το έθιμο, πρέπει να πετάει στον ουρανό την Καθαρά Δευτέρα, την ημέρα που ξεκινά η νηστεία της Σαρακοστής, δηλαδή την ημέρα που ξεκινά η πνευματική και σωματική μας κάθαρση.

Στις παιδικές αναμνήσεις όλων μας από την Καθαρά Δευτέρα είναι σίγουρα το πέταγμα του χαρταετού και ό,τι συνδέεται με αυτό. Το άγχος να έχει τον κατάλληλο καιρό, η επιλογή του πιο όμορφου χαρταετού, η επιλογή του μέρους όπου θα έχει την απαραίτητη άπλα για να σηκώσουμε τον χαρταετό μας και, φυσικά, η δεξιοτεχνία που χρειαζόταν για να τον δεις τελικά να πετά στα σύννεφα συνέθεταν μια μαγική τελετουργία, που ως παιδί σίγουρα σε γοήτευε.

Στο αναγνωστικό της Δ’ τάξης (1956) πέρα από το πέταγμα του αετού, μεγάλη είναι κι η αξία της προσπάθειας και της επιμονής, όπως φαίνεται από την παρακάτω στιχομυθία στο 6. ΠΡΟΣΠΑΘΗΣΕ ΠΑΛΙ (σελ. 21-23):             

   

     1. — Βοήθησέ με, Χαρούλα, νά πετάξω τόν ἀετό  μου, εἶπε ὁ  Νκος στήν ἀδελφούλα του, ἀφοῦ προσπάθησε νά τόν πετάξη  μόνος του καί δέν τό ἐκατάφερε.

     Ὁ ἀετός ἐσερνόταν ἐπάνω στή γῆ.

     Ἡ Χαρούλα ἔτρεξε μέ πολλή προθυμία, ἐπῆρε τόν ἀετό,  τόν ἐσήκωσε ὑψηλά καί τόν ἄφησε νά πετάξη. Ἀλλά ὁ Νκος δέν ἐπρόλαβε νά τρέξη καί ὁ ἀετός ἔπεσε πάλι καταγῆς.

  — Ἀδέξια πού εἶσαι, καημένη! εἶπε ό Νκος.

  — Σ’ αὐτό δέν πταίω  ἐγώ,  ἀποκρίθηκε ἡ  Χαρούλα.  Τό  σφάλμα εἶναι ἰδικό σου, πού δέν ἔτρεξες ἀμέσως, μόλις ἀφῆκα τόν ἀετό.

  — Προσπαθῆστε πάλι, παιδιά, εἶπε ὁ θεῖός των, ποὺ ἐκαθόταν μπροστὰ  στὴ θύρα καὶ παρακολουθοῦσε τὸ παιγνίδι τῶν παιδιῶν.

     2. Ἡ Χαρούλα ἐπῆρε πάλι τόν ἀετό καί τόν ἐκράτησε ὑψηλά. Τὴ φορὰ ὅμως αὐτὴ ὁ Νκος ἐβιάσθηκε παρὰ πολύ. Ἔτρεξε τόσο ἐξαφνικά, ποὺ ἐτράβηξε τὸν ἀετὸ ἀπότομα ἀπὸ τὸ χέρι τῆς Χαρούλας. Καὶ ὁ ἀετὸς ἔπεσε φαρδὺς πλατὺς κάτω, ὅπως καὶ πρῶτα.

— Καὶ τώρα ποιός πταίει; ἐρώτησε ἡ Χαρούλα.

—Προσπαθῆστε πάλι, ξαναεῖπε ὁ θεῖός των.

    Αὐτὴ τὴ φορὰ καὶ οἱ δυὸ ἦσαν προσεκτικώτεροι. Ἀλλὰ ἕνας ἄνεμος δυνατός, ποὺ ἐφύσηξε ἀπὸ τὸ πλάι, ἅρπαξε τὸν ἀετὸ καὶ τὸν ἔρριξε ἐπάνω σε κάτι θάμνους. Ἐκεῖ ἐμπλέχθηκε ἡ οὐρά του καὶ ὁ πτωχὸς ἀετὸς ἔμεινε κρεμασμένος μὲ τὸ κεφάλι πρὸς τὰ κάτω.

—Τὰ βλέπεις;  εἶπε ὸ  Νκος.  Τὸν  ἔρριξες λοξὰ καὶ γι' αὐτὸ ἐπῆγε πρὸς αὐτὴ τὴ μεριά.

— Μά, Νκο, ἠμπορῶ ἐγὼ νὰ κάμω τὸν ἄνεμο νὰ φυσήξη κατ' εὐθεῖαν; ἀποκρίθηκε ἡ Χαρούλα. 

    3. Ὁ θεῖος τῶν παιδιῶν, ὅταν εἶδε τὸν ἀετὸ κρεμασμένο, ἐσηκώθηκε, ἐξέμπλεξε  τὴν οὐρὰ καὶ τοὺς εἶπε:

—Ἐλάτε, παιδιά. Ἐδῶ ὁ τόπος εἶναι γεμᾶτος ἀπὸ θάμνους. Ἐλᾶτε νὰ εὕρωμε ἕνα μέρος πιὸ ἀνοικτὸ καὶ τότε προσπαθῆστε πάλι.

     Καὶ ὡδήγησε τὰ παιδιὰ σ' ἕνα ὁμαλὸ τόπο, ποῦ ἦτο καταπράσινος ἀπὸ τὴ χλόη.

     Ἐκεῖ, ἀφοῦ ἑτοιμάσθηκαν, ἐκράτησε πάλι ἡ Χαρούλα τὸν ἀετὸ καὶ τὸν ἀφῆκε ἀκριβῶς τὴ στιγμή, ποὺ ἔκαμεν ὁ Νκος νὰ τρέξη. Ὁ ἀετὸς ἀνέβηκε ὑψηλά, ὡσὰν μπαλόνι καὶ ἐπετοῦσε μιὰ χαρά. Μὰ ὁ Νκος χαρούμενος, ποὺ ἔνοιωθε τὸ σπάγγο νὰ τραβᾶ, ἐστάθηκε γιὰ μιὰ στιγμή, γιὰ νὰ καμαρώση τὸν ἀετό. Ὁ σπάγγος ὅμως ἐχαλαρώθηκε καὶ ἐπειδὴ ὁ ἄνεμος δὲν ἦτο ἀρκετὰ δυνατός, ὁ ἀετὸς ἔπεσε πάλι ἐπάνω στή χλόη.

     4. — Ἄχ, καημένε Νκο,  δὲν ἔπρεπε νὰ σταματήσης, εἶπε ὁ θεῖος. Ἄς εἶναι ὅμως, προσπάθησε πάλι.

   —Ὄχι, δὲν θὰ προσπαθήσω πιά, εἶπε ὁ Νκος στενοχωρημένος. Δὲν εἶναι ἀετὸς αὐτός! Τί νὰ κάθωμαι νὰ βασανίζωμαι μ' ἕναν ἀετό, ποὺ δὲν πετᾶ.

      Καὶ ὁ θεῖος τοῦ λέγει:

  —Μπᾶ, Νκο, θὰ παρατήσης τὸ παιγνίδι σου, ὕστερα ἀπὸ τόσους κόπους, ποὺ ἐκάναμε; Τόσο εὔκολα ἀπελπίζεσαι, ἐπειδὴ σοῦ παρουσιάσθηκαν δυσκολίες; Ἔλα, τύλιξε τὸ σπάγγο σου καὶ προσπάθησε πάλι.

      5. Αὐτὴ τὴ φορὰ ὁ ἀετὸς ἀνέβηκε μὲ τὸν ἀέρα,  ὡσὰν πτερό. Καὶ ὅταν ἐτελείωσε ὅλος ὁ σπάγγος, ὁ Νκος ἐστάθηκε, κρατῶντας σφιγκτὰ στὸ χέρι του τὸ ξυλαράκι. Ὅλο χαρὰ ἐκοίταζε τὸν  ἀετό,  ποὺ ἐφαινόταν  τώρα ὡσὰν  μιὰ  μικρὴ κοκκίδα στὸν γαλάζιο οὐρανό.

   —Κοίτα, θεῖε, κοίτα, τί ὑψηλὰ ποὺ πετᾶ ! Καὶ  μὲ τί δύναμη  τραβᾶ! Θαρρεῖς καὶ εἶναι ἄλογο, ποὺ τραβᾶ τὸ χαλινάρι. Καὶ ἄλλο τόσο σπάγγο νὰ εἶχα, θὰ τὸν ἄφηνα ὅλο. Θὰ ἐπήγαινε στὰ σύννεφα!

       Ἀφοῦ ὁ Νκος διεσκέδασε ἀρκετὰ μὲ τὸν ἀετό, ἄρχισε νὰ τυλίγη σιγὰ σιγὰ τὸν σπάγγο' καὶ ὅταν ἔπεσε ὁ ἀετός, ἔτρεξε καὶ τὸν ἐσήκωσε. Ἡ χαρά του ἦτο μεγάλη, ὅταν εἶδε, ὅτι ὁ ἀετός του δὲν ἔπαθε τίποτε, ἂν καὶ ἐπετοῦσε  τόσην ὥρα.

   —Θὰ ἔλθωμε, θεῖε, καὶ αὔριο μετὰ τὸ μάθημα νὰ προσπαθήσωμε πάλι.

Επιμέλεια: Ράνια Χιουρέα

Ανάρτηση ΣΧΟΛΗ ΧΙΟΥΡΕΑ στο ΕΝΘΥΜΙΑ ΔΙΑΦΟΡΑ

 Δείτε επίσης: 

 

 

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

Χριστίνα Θεοδωροπούλου: Υπεροχο κειμενο....